υαλοσκεπής

υαλοσκεπής
-ές, Ν
στεγασμένος με τζάμια, τζαμωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + -σκεπής (< σκέπω), πρβλ. νεφο-σκεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Σ. Α. Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υαλοσκεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, σκεπασμένος με υαλοπίνακες, υαλόφραχτος, τζαμωτός, τζαμένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”